ξίκικος

ξίκικος
η , ο неправильно взвешенный, с недовесом;

ξίκικο μού τόδωσε τ' αλεύρι — он мне недовесил муку, он меня обвесил


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξίκικος" в других словарях:

  • ξίκικος — και ξύκικος, η, ο αυτός που ζύγίζει λιγότερο από το κανονικό, λειψός στο βάρος, λιποβαρής. επίρρ... ξίκικα λειψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»